- χειροστρόφιον
- χειρο-στρόφιον, τό,A instrument of torture for twisting the hands or arms, Hdn.Epim. 150.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροστρόφιον — τὸ, Α όργανο βασανισμού που έστριβε τα χέρια ή τους αγκώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + στρόφιον (< στρόφος), πρβλ. κλινο στρόφιον] … Dictionary of Greek